- τολουύλιο
- το, Νχημ. μονοσθενής οργανική ρίζα που προέρχεται από την αφαίρεση τής ομάδας τού υδροξυλίου από ένα μόριο τολουικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toluyle < tolu- (< (ισπ. tolu < Santiago de Tolu, τοπωνύμιο τής Κολομβίας) + κατάλ. -yl τής χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.